- μολυβίς
- μολυβίς, -ίδος, ἡ (Α) [μόλυβος]μολυβδίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολυβίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβίδες — μολυβίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβίδι — μολυβίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβίδος — μολυβίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβίσιν — μολυβίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek